ποικιλερυθρόμελας

ποικιλερυθρόμελας
ποικῐλ-ερυθρόμελας, αινα, αν,
A marked with red and black, Arist.Fr.296.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλερυθρόμελας — αινα, αν, Α (για το χέλι) κατάστικτος από ερυθρές και μαύρες κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ἐρυθρός + μέλας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”